- ξενισμός
- ο (Α ξενισμός) [ξενίζω]νεοελλ.1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί τής αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων τής ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρίαβ. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)2. η μίμηση τών ξένωναρχ.1. η φιλοξενία2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή τής συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος4. επιζήμιο γεγονός5. έκπληξη, κατάπληξη6. διαφοροποίηση, μεταβολή.
Dictionary of Greek. 2013.